ὡρονομικός

ὡρονομικός
ὡρονομ-ικός, ή, όν,
A of or for dividing and marking the hours, κατασκεύασμα Sch.Ar.Av. 1693.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ωρονομικός — ή, ό / ὡρονομικός, ή, όν, ΝΑ [ὡρονόμος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ωρονόμιο αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαίρεση και σημείωση τών ωρών …   Dictionary of Greek

  • ὡρονομικόν — ὡρονομικός of masc acc sg ὡρονομικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”